Μια κουβέντα με τον χαρισματικό performer
Παρότι η προστακτική είναι η ενοχλητικότερη φωνή, η διαταγή “Kill Both Bassplayers”, έχει σημαδέψει τους ακροατές σοβαρά υπεργαμάτης μουσικής στα ’90s, όσο το «βγάλτε μια κόλλα χαρτί, γράφουμε διαγώνισμα». Από τους κύριους διαμορφωτές ενός σοβαρού μέρους του ήχου της δεκαετίας ήταν οι Girls Against Boys, η μπάντα με τους δύο μπασίστες, των οποίων τη δολοφονία πρόσταζε η ultra cool χροιά πίσω από το μικρόφωνο αυτών, αλλά και των πειραματικότερων New Wet Kojak και πιο πρόσφατα των Paramount Styles. Ο Scott McCloud, λοιπόν, αφού παρέλαβε σειρά αποριών ασθενούς fanboy επί της πολλάκις στο συγκεκριμένο τεύχος αναφερόμενης χρυσής δεκαετίας για τις κιθάρες, άφησε μισό το martini του και έσπευσε να απαντήσει.
Έχεις υπάρξει μέλος πολλών εξίσου σημαντικών μουσικών σχημάτων για κάθε μορφή που πήρε το rock’n’roll τα τελευταία χρόνια. Ποιο από αυτά θυμάσαι με νοσταλγία;
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Τα θυμάμαι όλα με νοσταλγία και πράγματι έχω θαυμάσιες αναμνήσεις. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω και να δω τόσα πολλά από τον κόσμο μέσα από τους πολύχρωμους φακούς της ροκ μουσικής. Το κοινωνικό κομμάτι, της γνωριμίας με τον κόσμο και της δυνατότητας να βιώνεις διαφορετικές κουλτούρες, έχει υπάρξει ιδιαίτερα πολύτιμο στη ζωή μου. Η πρώτη μας μπάντα, οι Soulside (1986-1989 από την Ουάσιγκτον) περιόδευσε στους πραγματικά DIY πανκ κύκλους των ΗΠΑ και κατάφερε να κάνει μία πολύ μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία που τέλειωσε τον Μάιο του ’89, μόλις λίγους μήνες πριν την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ήταν συγκλονιστικό να βλέπεις το Δυτικό Βερολίνο πριν να πέσει το τείχος. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν οι Girls vs Boys επέστρεψαν, ήταν αγνώριστο. Παίξαμε επίσης στο Ανατολικό Βερολίνο και περάσαμε το Check Point Charlie χωρίς καθόλου κιθάρες. Τόσα πολλά πράγματα. Οδηγήσαμε όλο τον δρόμο από την τότε Γιουγκοσλαβία έως τη Θεσσαλονίκη. Κοιμηθήκαμε έξω στην οροφή του van στο San Sebastian στην Ισπανία. Κοιμηθήκαμε σε στάδια και σε καταλήψεις στην Ιταλία. Ήμουν 22 ετών.
Και μετά οι Girls vs Boys να αναλαμβάνουν λίγα χρόνια αργότερα. Οι Girls vs Boys θα είναι πάντα η βασική μπάντα στο μυαλό μου όταν κοιτάω πίσω. Ανέλαβα τη φωνή και έτσι το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μου σχετίζεται με τη μουσική με έναν πιο λεκτικό τρόπο. Είναι σαν να ακούω τις σκέψεις στο κεφάλι μου για όλα όσα μας συνέβαιναν τότε στη διάρκεια των ’90s ως μπάντα και ως άνθρωποι. Ήμουν «καταραμένος» καθώς μπορούσα να τραγουδώ συνήθως μόνο για ό,τι συνέβαινε στη ζωή μου εκείνη τη δεδομένη στιγμή, έτσι ώστε τα τραγούδια να είναι σαν ένα είδος ηχητικού ημερολογίου. Η Νέα Υόρκη στα τέλη του ’80 με αρχές ’90 είχε ακόμα πολύ από την ξεθωριασμένη λάμψη του πανκ και την ενέργεια του CBGBs. Και στη Νέα Υόρκη βίωσα την πιο σημαντική αλλαγή με όρους αίσθησης ελευθερίας, να μπορώ να δημιουργήσω έναν συγκεκριμένο ήχο ή μία ατμόσφαιρα, που την αισθανόμουν σαν να ζούσα σε πραγματικό χρόνο.
Και οι New Wet Kojak επίσης. Το καλύτερο κομμάτι αυτής της μπάντας ήταν η απόλυτη προσήλωσή της στον πειραματισμό. Λάτρευα τη χρήση του σαξόφωνου, την υποβόσκουσα σκοτεινή/ζοφερή δυναμική. Ένας σχεδόν τρομακτικός ήχος, αλλά γαρνιρισμένος με χιούμορ επίσης. Σαν περίοδο, θυμάμαι εκείνα τα χρόνια των Touch & Go και Dischord με μεγάλη νοσταλγία. Τα πάντα ήταν μία δημιουργική περιπέτεια ηχητικά και στη ζωή. Νιώθαμε για λίγο σαν τίποτα να μην μπορεί να πάει λάθος με κάποιο τρόπο. Τα πάντα γίνονταν και κινούνταν τόσο γρήγορα, που δεν είχαμε πολύ χρόνο για δεύτερες σκέψεις και προσωπική αμφισβήτηση. Είναι αυτό που λένε το Κύμα.
Η σύνθεση των Girls against Boys –τα δύο μπάσα και όλα αυτά– έγινε κάτι σαν σήμα κατατεθέν του «κουλ», σε επίπεδο ήχου στη διάρκεια των ’90ς. Αυτό απεικονίστηκε ακόμα και στην ελληνική λογοτεχνία, μία μπάντα στην Ανταρκτική της Άντζελας Δημητρακάκη υιοθέτησε ένα δεύτερο μπάσο για να ενισχύσει το “groove”. Στους Girls against Boys αυτό συνέβη πραγματικά, παρά την απόλυτη έλλειψη του “funk” ως συστατικό. Τι είναι αυτό που συμβαίνει με τους χτύπους στα χαμηλά που κάνει ακόμα και ένα hardcore κομμάτι πιο χορευτικό;
Με τους Girls against Boys μας ενδιέφερε η ενσωμάτωση των πλήκτρων στον ήχο για αρχή. Που ήταν κάτι που δεν φαίνονταν να κάνουν πολλές ποστ πανκ μπάντες τουλάχιστον στις αρχές. Tο Φθινόπωρο. Όχι λουλουδάτα πλήκτρα, αλλά περισσότερο ανήσυχοι χτύποι και παραμορφωμένοι ήχοι. Αλλά δεν θέλαμε πλήκτρα σε κάθε τραγούδι, οπότε υιοθετήσαμε δύο μπάσα αντί να δοκιμάσουμε μία επιπλέον κιθάρα. Αυτό βασικά έκανε τον ήχο να ακούγεται πιο βαρύς. Και τα μπάσα μπορούσαν να δημιουργήσουν κάτι σαν ένα τείχος χαμηλών συχνοτήτων, που ενισχύονταν με πεντάλ κ.λπ. Δεν προοριζόταν να είναι αναγκαστικά χορευτικός ήχος, αλλά άρχισε να διαμορφώνεται σε κάτι τέτοιο καθώς προχωρούσαμε. Το πρώτο πραγματικό τραγούδι με διπλό μπάσο ήταν το “In Like Flynn” και θυμάμαι να αισθάνομαι πολύ απελευθερωτικά παίζοντάς το live. Oι πρώτες εκδοχές είχαν διάρκεια περίπου 8 λεπτά. Κολάκευαν επίσης πολύ το «ομιλούν» τραγούδι μου, καθώς άφηναν μεγάλο μέρος της μεσαίας γκάμας του ήχου διαθέσιμη για τη φωνή. Μπορούσα να τραγουδήσω περισσότερο «μέσα» στον ήχο παρά πάνω σε αυτόν. Κι αυτό ήταν πολύ απελευθερωτικό επίσης. Νομίζω ότι ο συνδυασμός των στοιχείων πραγματικά δούλεψε και σμίλεψε τον ήχο μας και αυτό ήταν μία πολύ συνειδητή απόφαση. Ήμασταν πολύ επιλεκτικοί σχετικά με το πώς ένα τραγούδι των Girls against Boys θα έπρεπε να ακούγεται (τουλάχιστον εγώ ήμουν πολύ επιλεκτικός).
Μιλώντας για τα ’90s, τι ήταν αυτό που έκανε αυτή τη δεκαετία τόσο διαφορετική; Θα μπορούσε μία μπάντα όπως οι Girls against Boys να κεντρίσει το ενδιαφέρον σήμερα, όταν η μουσική με την κιθάρα στα έμπροσθεν δεν θεωρείται πλέον κάτι το εξαιρετικό;
Το έχω σκεφτεί πολύ αυτό και παρόλο που είναι δύσκολο να το προσδιορίσω με ακρίβεια, έχω κάποιες σκέψεις: 1) Η δεκαετία των ’90s ήταν πραγματικά η δεκαετία που οτιδήποτε συνέβαινε ήδη στη δεκαετία των ’80ς έγινε mainstream. Θυμάμαι καθαρά ότι αφότου διαλύθηκαν οι Nirvana έγινε κατακλυσμός. Χώροι όπως το θρυλικό 9:30 Cub (χωρητικότητα 350) στην Ουάσιγκτον, έκλεισαν τις πόρτες τους και άνοιξαν νέα club χωρητικότητας 2.000 ατόμων σε όλη την πόλη. 2) Ένα άλλο μεγάλο μέρος αυτού ήταν απλά η είσοδος του CD στην αγορά. Φτηνότερο στη μαζική παραγωγή. Ο τρόπος που ο κόσμος αλληλεπιδρούσε (και κατανάλωνε) μουσική άλλαξε. Οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες πουλούσαν ολόκληρους τους καταλόγους τους από τα πάντα, από τους Beatles έως οτιδήποτε άλλο, ξανά από την αρχή σε αυτή τη μορφή. Έβγαλαν δισεκατομμύρια. Γεμάτοι από ρευστό άρχισαν να «ρίχνουν χρήμα» στην «εναλλακτική ροκ». Στις ΗΠΑ αυτό γέννησε μία ολοκαίνουρια μορφή ραδιοφώνου (που ονομάζεται Modern Rock Radio), χιλιάδες ραδιοφωνικοί σταθμοί ξεπήδησαν μέσα σε λίγα χρόνια.
Όλα αυτά έχουν παρέλθει τώρα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το MTV ήταν αρχικά ένα κανάλι μουσικών βίντεο. Όχι ένα κανάλι lifestyle. Αλλά υποθέτω ότι το θέμα είναι ότι παρά αυτή την έκρηξη, το «εναλλακτικό» φαινόταν ότι συνέχιζε να αποτελεί περισσότερο μια προσωπική επιλογή και του να είσαι μέρος μιας σκηνής ως έναν βαθμό. Και η εισροή μεγάλων ποσών χρήματος (και πωλήσεων CD) γέννησε χιλιάδες σχήματα. Δεν εννοώ να τα ανάγουμε όλα στον βασικό οικονομικό καπιταλισμό, αλλά ήταν ένα μεγάλο μέρος αυτού. Όταν υπάρχει κυνήγι θησαυρού, οι άνθρωποι ακολουθούν.
Θυμάμαι ότι στη διάρκεια των ’90ς (ναι, πάλι) ο ήχος των GVSB χαρακτηρίζονταν από τα fanzines που διάβαζα ως «η εξέλιξη του ήχου των Sonic Youth». Συμφωνείς με αυτό. Σας επηρέασαν με κάποιο τρόπο;
Ενδιαφέρον. Θα έλεγα ότι οι Sonic Youth ήταν μια επιρροή, καθώς ήταν η επιτομή της ’90ς μπάντας (παρόλο που υπήρξαν πολύ περισσότερο από αυτό φυσικά). Μου άρεσε ο τρόπος που τραγουδούσε η Kim Gordon. Και πάλι αυτό το ομιλούν τραγούδισμα. Οι Sonic Youth και αυτό που έκαναν επηρέασε μία γενιά. Οι Pixies επίσης. Οι Dinosaur Jr. Όλα αυτά τα ονόματα. Θυμάμαι να ακούω το “Goo” για πρώτη φορά σε ένα μπαρ σε μία ευρωπαϊκή περιοδεία. Είχα εκστασιαστεί από το πώς ακουγόταν απλά τόσο τέλειο για την εποχή. Σκεφτόμουν, αυτός είναι ακριβώς ο ήχος που θα έπρεπε να παίζει σε εκείνο το χίπστερ μπαρ (και ήμουν ένας κλασικός χίπστερ χωρίς αμφιβολία) και ήταν σαν «γαμώτο πρέπει να βελτιωθούμε!». Αλλά κάπως έτσι ήταν τα ’90ς γενικά. Υπήρχε ένα ανταγωνιστικό πνεύμα μέσα σε όλα αυτά που σε έκανε να θες να προσπαθήσεις πιο σκληρά, και δεν εννοώ να γίνεις «μεγαλύτερος» ή πιο δημοφιλής (παρόλο που υπήρχε και αυτό), εννοώ περισσότερο την ατέλειωτη αναζήτηση και την προσπάθεια να το πιάσεις «σωστά», να αιχμαλωτίσεις όποια στιγμή ένιωθες και να μπορέσεις να αισθανθείς ότι το πέτυχες. Να ηχογραφείς και να παίζεις τους ήχους που ακούς στο κεφάλι σου. Πολλά από αυτά πάντα οπτικοποιούνταν σε μένα επίσης. Σαν να δημιουργείς τον ήχο του κοινωνικού χώρου στον οποίο βρίσκεσαι. Ίσως είναι ένα μπαρ. Ένα ντίσκο κλαμπ. Ένα στάδιο. Οτιδήποτε. Δεν κάναμε μουσική για στάδια. Για τον λόγο αυτό μάλλον σπάνια παίζουμε σε αυτά!
Γιατί δεν παίζετε ποτέ το “Red Bar” στα show σας; Έχω παρακολουθήσει αρκετά από αυτά, και το έχω ζητήσει, ακόμα και ουρλιάζοντας.
Θα πρέπει να το παίξουμε. Αρέσει σε όλους μας. Νομίζω ότι δεν το παίζουμε συχνά επειδή αυτό το κομμάτι (ήταν μια ηχογράφηση αργά το βράδυ για ένα b-side νομίζω), ποτέ δεν έμοιαζε να έχει τελειώσει. Επομένως, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με το σετ και όλα τα τραγούδια που θέλουμε να παίξουμε, είναι δύσκολο να βρούμε χώρο γι’ αυτό. Αλλά πιστεύω ότι πρέπει να το παίξουμε. Παλιότερα, όταν κάναμε τουρ ασταμάτητα, είχε ενδιαφέρον πως αντί το set list να είναι αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο πράγμα, ξεκίνησε να γίνεται ένα μοτίβο τραγουδιών που είχαμε την ελπίδα να έχει τη σωστή ροή. Κάτι που είναι παγίδα γιατί παίζοντας ένα καθορισμένο σετ-ρουτίνα, μπορεί να γίνει… ρουτίνα! Και αυτό μπορεί να κλέψει κάποια από την πραγματική μουσική ένταση και τα ενδιαφέροντα πράγματα για εμάς από την όλη εξίσωση. Είναι δύσκολο να διαχειρίζεσαι τις προσδοκίες, είτε είναι οι δικές σου είτε είναι των άλλων τις οποίες τις φαντάζεσαι. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, δηλαδή η ρουτίνα, ακόμα και με μουσική που ξεκινά εσκεμμένα, για παράδειγμα, να είναι πειραματική. Με τους New Wet Kojak, είχαμε πολλά τραγούδια που δεν ακολουθούσαν στην πραγματικότητα παρόμοιες φόρμες ή το μοτίβο μπορεί να ήταν απόλυτα ανατρεπτικό. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και με αυτό σαν στόχο, τα πράγματα έχουν μία βαρυτική έλξη προς μία τελετουργία. Θα έλεγα ότι το να κρατήσεις αυτή τη φρεσκάδα της στιγμής της δημιουργίας, αυτή τη στιγμή που όλα συγκλίνουν και συνταιριάζουν, είναι ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα. Είναι σαν να κυνηγάς την πρώτη «μαστούρα». Μπορεί να είναι συγκλονιστικό. Αλλά δεν είναι ποτέ το ίδιο.
Θα μπορούσαμε να προσβλέπουμε σε μία επανασύνδεση των New Wet Kojak; Εννοώ «αναστήσατε» τους Soulside (και αυτό ήταν υπέροχο, συμπεριλαμβανομένου του νέου υλικού).
Σίγουρα. Θα το ’θελα πολύ αυτό. Οι NWK επανασυνδέθηκαν για να παίξουν σε μία επέτειο ενός club στην Ουάσιγκτον κάποια χρόνια πριν. Δυστυχώς ήταν μόνο για μια φορά. Αλλά ήταν πραγματικά ευχαρίστηση να το κάνω. Και ήταν σαν με τον καιρό τα τραγούδια να είχαν φιλτραριστεί υποσυνείδητα στο βάθος του συλλογικού μας μυαλού, επειδή κάπως μαγικά ήταν η καλύτερη φορά που παίξαμε live θεωρώ. Ίσως είμαστε καλύτεροι μουσικοί; Αλλά δεν ήταν ούτε επιτηδευμένο ούτε επαγγελματικό. Ακουγόταν σχεδόν όπως πάντα, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να ακούγεται στο μυαλό μου.
Μιλώντας για τους Soulside, το 7΄΄ ήταν ένα αρκετά «νόστιμο» ορεκτικό, και όπως συνήθως συμβαίνει με τα ορεκτικά, δεν μπορώ να πω ότι ήταν αρκετό. Υπάρχει και μελλοντικό υλικό να περιμένουμε;
Ναι, οι Soulside ηχογράφησαν ένα ολόκληρο καινούριο άλμπουμ τον περασμένο Νοέμβριο στη Βαλτιμόρη. Πρόκειται να κυκλοφορήσει αργότερα μέσα στο έτος, πιστεύω. Από την Dischord. Είμαι πολύ ενθουσιασμένος για αυτό. Συμπτωματικά ηχογραφήθηκε στο ίδιο στούντιο (τώρα πλέον με διαφορετικό όνομα), όπου ηχογραφήσαμε το “Venus Luxure No.1 Baby” και το “Cruise Yourself”.
Πώς σας βρήκε το όλο φαινόμενο με τον κορονοϊό; Καταπιέστηκε με κάποιο τρόπο η δημιουργικότητά σας ή ήταν μία περίοδος να σκεφτείτε καλά τα πράγματα και να προκύψει κάτι ιδιαίτερο;
Για μένα ήταν μία μίξη αυτών. Νομίζω ότι η πανδημία έπαιξε μεγάλο ρόλο σε εμάς ως προς τη δημιουργία του νέου άλμπουμ των Soulside. Αναδύθηκε η σημασία κάποιων πραγμάτων που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να τα κυνηγήσουμε, καθώς έσπαγε η κανονική ρουτίνα των πραγμάτων. Εφόσον νιώθουμε έτσι. Τα demo του δίσκου τα κάναμε στέλνοντας κομμάτια ο ένας στον άλλο ηλεκτρονικά. Άρχισα να χρησιμοποιώ το πρόγραμμα ηχογράφησης του λάπτοπ μου με τρόπους που δεν είχα πραγματικά τον χρόνο να το κάνω πριν. Τέτοια πράγματα ανοίγουν όλων των ειδών τις θύρες για να προχωρήσουμε μπροστά. Έγραψα πολύ υλικό που δεν έχω χρησιμοποιήσει ακόμα. Αλλά το ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι εγώ προσωπικά ξεπέρασα τον δισταγμό μου να κάνω αυτό το βήμα. Ήμουν πάντα θυμωμένος ή τέλος πάντων δεν με ενδιέφερε τόσο πολύ η τεχνολογία. Δεν μου φαινόταν αρκετά άμεση για μένα. Αλλά τώρα που ξέρω καλύτερα πώς να το χρησιμοποιήσω, δεν είναι τόσο τρομακτική.
Από την άλλη πλευρά, έχουν υπάρξει καταθλιπτικές περίοδοι επίσης. Δυσκολία στο να κάνεις σχέδια. Κάποιες φορές αναρωτιόμασταν γιατί να κάνουμε σχέδια; Και πολλή από την τέχνη και τη μουσική στην πραγματικότητα αφορά το αρχικό βήμα τού να κάνεις ένα σχέδιο.
Συνειδητοποιώ ότι οι περισσότερες από τις ερωτήσεις εστιάζουν στο παρελθόν σου και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήθελα να τις κάνω εδώ και πολλά χρόνια. Επίσης συνειδητοποιώ ότι δεν μένεις σε αυτό, αλλά προτιμάς να το κρατάς κοντά σου και να προχωράς μαζί του. Έχοντας πει αυτά, τι θα πρέπει να περιμένουμε από εσένα στο προσεχές μέλλον;
Καμία ανησυχία. Θεωρώ ότι η ροκ είχε πάντα ένα νοσταλγικό στοιχείο: το 1970 ήταν νοσταλγικό για το 1969 κ.λπ. Μεγαλώνοντας στην Ουάσιγκτον δεν είχα ανακαλύψει την underground punk σκηνή μέχρι το 1984. Και ήταν η ίδια ιστορία ακόμα και τότε. Νοσταλγία για το 1982! Είναι μέρος του μόνου τρόπου που μπορούμε να συζητήσουμε αυτά τα πράγματα. Με το συγκείμενο.
Οι Girls against Boys κυκλοφορούν σύντομα μία επανέκδοση από το διπλό βινύλιο House of GVSB από την Touch & Go και πρόκειται να κάνουμε κάποια live προς υποστήριξη αυτού, στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Επίσης, όπως αναφέρθηκε, το νέο LP των Soulside κυκλοφορεί από την Dischord. Έκανα επίσης ένα EP με 3 τραγούδια με κάποιους φίλους, τους AGRIO από τη Μαδρίτη. Ήταν θαυμάσιο να επισκεφτώ και πάλι τη Μαδρίτη για την ηχογράφηση. Είναι το τρίτο τους EP με guest τραγουδιστές, επίσης παίζω κιθάρα, προηγουμένως είχαν τον Mark Lanegan για παράδειγμα (* Και καθώς τα έγραφα αυτά, σήμερα έμαθα μόλις τα τρομερά λυπηρά νέα, ήταν ένα απίστευτο ταλέντο και είχε μία απίστευτη ιστορία ζωής, μόλις τελείωσα το βιβλίο του Sing Backwards and Weep.) Το EP εκείνο είναι, στην πραγματικότητα, πολύ θορυβώδες με έναν GVSB τρόπο. Δουλεύω κάποια άλλα πράγματα επίσης και επιτέλους προσπαθώ να γράψω ένα βιβλίο ο ίδιος. Θα δούμε. Το έχω γράψει 10 φορές, αλλά τολμώ; Πιθανά θα έπρεπε. Η τόλμη είναι μεγάλο κομμάτι όλων των πραγμάτων. Και αν υπάρχει ένα πράγμα που ξέρω, είναι ότι όλοι έχουμε τη δική μας ιστορία και αυτό είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να το πάρει από εσένα. Είναι δικό σου.
Ευχαριστώ για τις καλές ερωτήσεις και η ευχή μου είναι να ζούμε τη στιγμή για όσο μπορούμε. Όλα τα καλύτερα.
S.