Επιστροφή στα Άρθρα

Συνέντευξη And Also the Trees: «Μέρος του να είσαι ρομαντικός είναι να αρνείσαι ότι είσαι ρομαντικός»

Lung Fanzine - Συνέντευξη And Also the Trees: «Μέρος του να είσαι ρομαντικός είναι να αρνείσαι ότι είσαι ρομαντικός»
Συνέντευξη And Also the Trees: «Μέρος του να είσαι ρομαντικός είναι να αρνείσαι ότι είσαι ρομαντικός» - Συντάκτης
Συντάκτης:
Χριστιάνα Στυλιανού
Ημ/νία:
Jan 30, 2023

Η σκοτεινή κομψότητα των And Also The Trees 

Μόνο με το όνομά τους, οι And Also The Trees δήλωσαν ότι πέρα από τις μεγάλες μητροπόλεις, ο post punk ήχος μπορούσε επίσης να θυμίζει χωράφια, λίμνες κι αχυρώνες. Σαράντα χρόνια αργότερα, αυτά τα δέντρα έχουν μεγαλώσει και πλέον ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στους λάτρεις των μελαγχολικών μελωδιών. Γεννημένοι μέσα από το big bang της punk, ξεκίνησαν το 1979 σε ένα μικρό χωριό της Βρετανίας, το Inkberrow στο Worcestershire με αυτοσχέδιους ενισχυτές, και την υποστήριξη των The Cure και του John Peel. Μάλιστα ο σπουδαίος ραδιοφωνικός παραγωγός χαρακτήρισε τον ήχο τους “Too English for the English”. Όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν έχαναν την ευκαιρία να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους ξανά και ξανά. Επιβίωσαν και συνεχίζουν τη μουσική τους περιπέτεια με το ίδιο πάθος.
Λίγες ημέρες πριν την εμφάνισή τους στη σκηνή του Gagarin 205 το Σάββατο 4 Φεβρουαρίου μαζί με τους The Legendary Pink Dots, κάπου ανάμεσα στην κυκλοφορία του νέου άλμπουμ και τις πρόβες για τις επόμενες συναυλίες τους, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με τον τραγουδιστή της μπάντας Simon Huw Jones για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των And Also The Trees, καθώς και για τη μακρά διαδικασία σύνθεσης του εξαιρετικού The Bone Carver.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αν δεν κάνω λάθος όλα ξεκίνησαν από εσένα, τον αδερφό σου Justin και τα αδέρφια Graham και Nick Havas. Πώς γνωριστήκατε; Πώς ήταν η ζωή στο Worcestershire στις αρχές της δεκαετίας του ’80;
Ο Justin και ο Nick ήταν κολλητοί φίλοι στο δημοτικό. Στη συνέχεια σύστησαν ο ένας στον άλλον τα μεγαλύτερα αδέρφια τους, δηλαδή εμένα και τον Graham και σύντομα αρχίσαμε να κάνουμε παρέα οι τέσσερις μας. Τα αγόρια Havas ζούσαν στο Inkberrow, ένα γειτονικό χωριό περίπου ένα μίλι μακριά από εμάς. Τώρα όσον αφορά τη ζωή στο Worcestershire στα 80ς, ήταν εντελώς ταυτόσημη με τη ζωή του χωριού. Έπρεπε να επινοούμε μόνοι μας τρόπους να διασκεδάζουμε, αλλά ήμασταν τυχεροί από την άποψη ότι περίπου 45 λεπτά με το αμάξι σε μια πόλη που ονομαζόταν Malvern, υπήρχε ένας χώρος που έκλεινε όλες τις μπάντες που θέλαμε να δούμε: Siouxsie and the Banshees, The Cure, Joy Division, The Fall, The Jam. Είναι πραγματικά εκπληκτικό το πώς ένα μαγαζί σε μια τόσο μικρή κι ασήμαντη βρετανική πόλη έφερνε όλα αυτά τα σπουδαία συγκροτήματα.

Ποια συγκροτήματα σας επηρέασαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου;
Λοιπόν, πάντα προσέχαμε να μην επηρεαζόμαστε υπερβολικά από κανέναν, αλλά ταυτόχρονα με μικρούς τρόπους επηρεαστήκαμε από πολλούς – ακόμα και αν αυτή η επιρροή ήταν μια αναγνώριση του τι δεν πρέπει να κάνουμε.

Ποιοι συγγραφείς έχουν επηρεάσει τους στίχους του συγκροτήματος; Έχω προσέξει ότι κάνετε αναφορές στην πρώιμη ρομαντική ποίηση του Wordsworth, ποιους άλλους συγγραφείς θα προσθέτατετε;
Ο Wordsworth αναφέρεται συχνά ναι, πράγμα που είναι περίεργο καθώς δεν έχω διαβάσει ποτέ το έργο του και δεν με γοητεύει κανένα από τα γραπτά των ρομαντικών ποιητών. Προτιμώ την ποίηση του Dylan Thomas, της Sylvia Plath, του Paul Celan και με γοητεύουν ακόμα ποιήματα από φυλές απ’ όλο τον κόσμο, αλλά όχι οι ρομαντικοί. Σε γενικές γραμμές επηρεάζομαι περισσότερο στιχουργικά από μυθιστορήματα – τόσο από την κλασική λογοτεχνία όσο και από τη σύγχρονη – πιο πρόσφατα από τη δεύτερη.

Όταν ξεκινήσατε το 1979, θα σκεφτόσασταν ποτέ τότε ότι θα το κάνατε αυτό για 40 χρόνια;
Όχι. Πιθανότατα τότε πίστευα ότι οι ροκ μουσικοί θα έπρεπε να αποσύρονται στα τριάντα πέντε τους, όταν γερνούσαν.

Πάντα υπάρχει ένας διάχυτος ρομαντισμός σας στα τραγούδια σας, ξεκινώντας από το The Suffering Of the Stream. Πώς ανακαλύψατε αυτή την πλευρά του εαυτού σας;
Ναι, υπάρχει ρομαντισμός σε κάποια από τη μουσική μας και στους στίχους μου – στιχουργικά θα έλεγα ότι προήλθε από τα μυθιστορήματα του Thomas Hardy, τους πίνακες των Προραφαηλιτών ζωγράφων, αλλά και την εκτίμηση μου για τη φύση, την ομορφιά και τη δύναμή της. Μουσικά θα έλεγα ότι μερικά από τα πιο ρομαντικά κομμάτια του Justin δεν απέχουν πολύ από τον Maurice Jarre, τον Morricone και τον John Barry και το είδος των συναισθημάτων που αυτά μπορούν να προκαλέσουν. Υποθέτω ότι μέρος του να είσαι ρομαντικός είναι να αρνείσαι ότι είσαι ρομαντικός.

Μετά το Green is the Sea και κατά τη διάρκεια των Klaxon και Silver η μπάντα μετατοπίστηκε σε πιο αστική θεματολογία, με jazzy τύμπανα και εντελώς διαφορετικούς ήχους, αφήνοντας πίσω της το αγροτικό περιβάλλον. Γιατί συνέβη αυτό;
Αυτό συνέβη επειδή εν μέρει βαρεθήκαμε να μας αποκαλούν ρομαντικούς και ποιμενικούς, δεν θέλαμε να παγιδευτούμε σε αυτό και έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να ξεφύγουμε από αυτό αλλά παράλληλα να δημιουργήσουμε και κάτι με νόημα. Δεν ξέρω αν εν τέλει είχε πολύ νόημα όλο αυτό, αλλά νομίζω ότι ήταν καλό για εμάς και μας έδωσε την ευκαιρία το 2000 να ξεκινήσουμε ξανά από τις ρίζες μας κι από εκεί που το αφήσαμε.

Ας μιλήσουμε τώρα λίγο για το νέο σας άλμπουμ το The Bone Carver, το οποίο παρεμπιπτόντως θεωρώ ότι η μουσική και οι στίχοι του έχουν μια σκοτεινή κομψότητα. Απ’ όσο γνωρίζω το άλμπουμ ήταν έτοιμο αρκετό καιρό πριν την κυκλοφορία του. Γιατί περιμένατε τόσο για να το κυκλοφορήσετε;
Η πανδημία μας πήγε πίσω έναν χρόνο ή και περισσότερο, καθώς δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε για να είμαστε μαζί και να το ηχογραφήσουμε. Αμέσως μετά δημιουργήθηκε η κρίση στην παραγωγή βινυλίου που σήμαινε ότι κι εμείς έπρεπε να μπούμε σε μια μεγάλη λίστα αναμονής για μήνες για να τυπωθεί το άλμπουμ.

Υπό ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε το άλμπουμ και ποιοι είναι οι συνειρμοί που το συνοδεύουν; Τι σημαίνει για σένα και πού το τοποθετείς στη σημειολογία της εποχής μας;
Ξεκίνησε όπως έχουν ξεκινήσει όλα τα άλμπουμ μας, με τα κιθαριστικά προσχέδια του Justin. Δίνει σε καθένα από αυτά έναν τίτλο εργασίας και στη συνέχεια στέλνει κάποια από αυτά ως αρχεία ήχου σε μένα, ή στον Colin, τον Grant ή τον Paul, ανάλογα με το πώς πιστεύει ότι πρέπει να εξελιχθούν τα κομμάτια. Ήθελα να γράψω στίχους που αφορούσαν περισσότερο τους ανθρώπους, τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε, την απόσταση μεταξύ μας, κι έτσι μερικά από τα τραγούδια έτειναν προς αυτή την κατεύθυνση. Οι τίτλοι του Justin ήταν καλοί και σε ορισμένες περιπτώσεις μου έδωσαν μια βάση για να ξεκινήσω ή μια εικόνα για το τέλος του κάθε κομματιού.

Όταν άκουσα για πρώτη φορά το άλμπουμ, μου έκανε εντύπωση το πρώτο κομμάτι, το οποίο αφορούσε ένα κρεβάτι στη Γιουγκοσλαβία. Πώς αποφασίσατε να μιλήσετε για μια χώρα-φάντασμα που δεν υπάρχει εδώ και 20 χρόνια;
Ο Justin έχει πολλές κιθαριστικές ιδέες, οι οποίες φυσικά δεν εξελίσσονται όλες σε τραγούδια. Δουλεύει με αλφαβητική σειρά και όταν έφτασε στο γράμμα “Y” αποφάσισε να ονομάσει το κομμάτι “Yugoslavia 1918”, τη χρονιά που δημιουργήθηκε η Γιουγκοσλαβία. Όταν δούλεψα πάνω στο κομμάτι υπήρχε ήδη μέσα το κλαρινέτο και άρχισα να βλέπω τοπία, χαρακτήρες, σπίτια και δωμάτια, αλλά πάντα είχα στο μυαλό μου τη σκέψη της Γιουγκοσλαβίας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω πάει ποτέ σε αυτό το μέρος του κόσμου, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τη φαντασία να ταξιδέψει εκεί και τίποτα δεν εμποδίζει το μυαλό να παρασυρθεί πίσω στο χρόνο. Σκεφτόμουν πολλά πράγματα όταν δούλευα πάνω σε αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι, κι αυτό μερικές φορές είναι μια από τις απολαύσεις του να φτιάχνεις μουσική. Αυτό το ταξίδι που κάνεις ενώ προσπαθείς να διατυπώσεις μια ιδέα. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να εξελιχθεί το κομμάτι στην τελική του μορφή -μερικά χρόνια για την ακρίβεια, αλλά ο στόχος είναι να το κάνεις να ακούγεται σαν να το έγραψες μέσα σε ένα απόγευμα – και νομίζω ότι στο τέλος το καταφέραμε αυτό.

Πώς αποφασίσατε να στρατολογήσετε το κλαρινέτο του Colin Ozanne στη στρατιά των μουσικών οργάνων που χρησιμοποιήσατε στο τελευταίο σας άλμπουμ;
Στην πραγματικότητα είναι το κύριό του όργανο. Εκπαιδεύτηκε ως μουσικός της τζαζ και τον γνωρίσαμε μέσω άλλων μουσικών. Μουσικά ο Colin είναι πολύ πειραματικός και ανοιχτόμυαλος και παρόλο που στην πραγματικότητα δεν έχει το μουσικό υπόβαθρο που έχουμε εμείς (έφηβοι, αυτοδίδακτοι πανκ) – μας καταλαβαίνει απόλυτα και μπορεί να συνυπάρξει αρμονικά μαζί μας. Εντάσσει μια διαφορετική οπτική γωνία στη μουσική μας και αυτό φέρνει νέα ζωή και ενέργεια στην ηχητική σύνθεση της μπάντας.

Ποιες είναι οι σκέψεις σας για το ελληνικό κοινό σας; Δεν είμαι σίγουρη αν το γνωρίζετε ήδη αυτό, αλλά υπήρχε μέχρι σχετικά πρόσφατα ένα dark wave club που λεγόταν Rebound, το οποίο ήταν ένα από τα πιο εμβληματικά και μακροβιότερα εναλλακτικά club της Αθήνας, στο οποίο κάθε Σάββατο βράδυ όλοι σηκώνονταν και χόρευαν με το τραγούδι σας Dialogue. Τι συναισθήματα σας προκαλεί αυτή η εικόνα;
Δεν είχαμε ιδέα για όλα αυτά όταν παίξαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην πραγματικότητα δεν νομίζω καν ότι είχαμε παίξει το Dialogue. Κάποιος μας είπε μετά ότι ήταν «σχεδόν χιτάκι» στην Ελλάδα, γεγονός που μας εξέπληξε ευχάριστα. Την τελευταία δεκαετία κάθε χρόνο κάνω διακοπές στα ελληνικά νησιά και μου αρέσει πολύ ο ελληνικός λαός – και όταν παίζουμε στην Ελλάδα το κοινό είναι πολύ θερμό και έχω την εντύπωση ότι αντιλαμβάνονται πολύ καλά από πού ερχόμαστε δημιουργικά και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό.

Μιας και αναφερθήκαμε το Dialogue, όταν το παίζετε ζωντανά σταματάτε ποτέ να σκεφτείτε: «Αυτό είναι ένα τέλειο τραγούδι»;
Όχι, αλλά εκ των υστέρων υποθέτω ότι είναι ό,τι πιο κοντινό έχουμε σε ένα ποπ τραγούδι. Μου αρέσει πολύ όταν ακούω ένα καλό ποπ τραγούδι, αλλά δεν είμαστε πολύ καλοί στο να τα γράφουμε.

Διορθώστε με αν κάνω λάθος. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 κυκλοφορείτε τη μουσική σας μέσω της δικής σας δισκογραφικής εταιρείας “And Also The Trees”. Γιατί το επιλέξατε αυτό; Σας προσφέρει περισσότερη ελευθερία όσον αφορά τη δημιουργικό κομμάτι;
Δεν έχει να κάνει με τη δημιουργική ελευθερία – κανείς δεν μπορεί να το ελέγξει αυτό ούτως ή άλλως – συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μας – τα πράγματα είτε έρχονται όπως τα θέλουμε, είτε όχι. Είχε να κάνει με την επιβίωση και την κατοχή του υλικού μας.

Ποια είναι τα σχέδια των And Also The Trees για το μέλλον;
Λοιπόν, αφού παίξουμε στην Αθήνα θα ακολουθήσει μια σύντομη περιοδεία στη Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Γερμανία καθώς και μια συναυλία στο Βέλγιο. Στη συνέχεια, αν όλα πάνε καλά θα ηχογραφήσουμε έναν ακόμη δίσκο. Έχουμε μπει για τα καλά στο στάδιο της σύνθεσης.

Τι να περιμένουμε στην εμφάνισή σας στο Gagarin 205 τον Φεβρουάριο;
Να περιμένετε να δείτε μια μπάντα που διψά να παίξει ξανά λάιβ. Μας αρέσει να παίζουμε ζωντανά και νιώθουμε πολύ καλά μαζί. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου απολαμβάνουμε να μοιραζόμαστε το νέο μας υλικό με το κοινό – όταν παίζεις καινούρια τραγούδια απαιτείται αρκετός χρόνος για να τα καταφέρεις να ζωντανέψεις τα κομμάτια στη σκηνή. Είμαστε στο μεταίχμιο αυτής της διαδικασίας, είναι μια πολύ καλή στιγμή. Θα παίξουμε επίσης τραγούδια από όλη την πορεία μας, καθώς είχαμε προγραμματίσει να κάνουμε μια περιοδεία για την επέτειο των 40 χρόνων μας το 2020, αλλά φυσικά εκείνη η χρονιά -όπως γνωρίζετε- δεν ήταν καθόλου καλή συγκυρία για κάτι τέτοιο, οπότε από τότε παίζουμε τα παλαιότερα τραγούδια μας προς τιμήν αυτής της επετείου, αλλά και φυσικά επειδή μας αρέσει πολύ να τα παίζουμε – δεν θα παίζαμε ποτέ άλλωστε ένα τραγούδι αν δεν συνέχιζε να μας συγκινεί.

Μοιραστείτε το