Μια αναδρομή στην πλούσια δισκογραφία τους
Μέσα στο κατακαλόκαιρο έσκασε η είδηση για ένα από τα καλύτερα live του χειμώνα. Έτσι, στις 4 Φεβρουαρίου η Death Disco μεταφέρεται στο Gagarin για να παρουσιάσει ένα υπέροχο δίδυμο για τους λάτρες της new wave σκηνής: And Also the Trees και The Legendary Pink Dots. Θα πει κανείς νωρίς είναι ακόμα, αλλά ας αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε με ένα αφιέρωμα στους πρώτους για αρχή.
Στην αυγή της δεκαετίας του ’80, σε ένα μικρό χωριό της Βρετανίας, το Inkberrow στο Worcestershire, ξεκινούσε ένα από τα όπως αποδείχτηκε σημαντικότερα και πιο ιδιαίτερα συγκροτήματα της βρετανικής post-punk. Ένα ντέμο τους στους Cure αποτέλεσε την ευκαιρία για να γνωριστούν τα δύο σχήματα και στη συνέχεια, το 1981, να κάνουν μια πρώτη βρετανική περιοδεία μαζί.
Οι And Also the Trees λοιπόν πάντα ήταν διαφορετικοί. Νοσταλγοί μιας άλλης εποχής, αντίθετα με συγκροτήματα όπως οι PIL ή Gang of Four αντλούν έμπνευση από το φυσικό τοπίο και το αγροτικό περιβάλλον της επαρχίας. Θα μπορούσαν να ζουν στις σελίδες κάποιου ρομαντικού ποιητή, στον καμβά κάποιου Βρετανού προραφαηλίτη ζωγράφου του 19ου αιώνα ή να περπατούν νωχελικά σε κάποιο στενό της βικτωριανής εποχής. Μάλιστα ο John Peel χαρακτήρισε τον ήχο τους “Too English for the English”.
And Also the Trees (1984)
H πρώτη επίσημη κυκλοφορία τους έρχεται στις αρχές του 1984. Έχει προηγηθεί ήδη το δεύτερο ντέμο άλμπουμ τους το 1982 με τίτλο From Under the Hill του οποίου μέρος έγινε με την συμπαραγωγή των Robert Smith και Mike Hedges. Αυτή τη φορά την παραγωγή του άλμπουμ αναλαμβάνει o Lol Tolhurst πάλι των Cure. Αναπόφευκτες είναι κάποιες συγκρίσεις με τους Cure, αλλά και άδικες επίσης. Το μόλις 30 λεπτών άλμπουμ έχει τον κλασικό post-punk ήχο στο rhythm section, με δυσοίωνες μπασογραμμές και μπόλικο reverb. Το “This Is Silence” θα μπορούσε βέβαια να βρίσκεται σαν σύνθεση στο Pornography των Cure, παρ’ όλα αυτά παραμένει ένα επιβλητικό opener για ντεμπούτο. Στο “Talk Without Words” που ακολουθεί μπορείς να ακούσεις περισσότερο Chameleons ή Echo and the Bunnymen ενώ στο “Midnight Garden” έχεις ήδη χαθεί στον βρετανικού τύπου κήπο που «σκαλίζουν» οι And Also the Trees. Το “The Tease the Tear” αλλά και το φοβερό “Impulse Of Men” που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά φανερώνουν μια πιο σκοτεινή και μελοδραματική πτυχή τους, όπου τα πλήκτρα παίρνουν ρόλο οδηγού. “The peasant girl kneels/ crosses herself slowly/ The warmth envelopes, seals/ But stays as quitely she leaves / To love a murder/ To love a murder”. Ανατριχίλα. Έτσι τελειώνει το “Shrine” που είναι μάλλον το highlight του album, αλλά και το κομμάτι που εμπεριέχει τα περισσότερα ψήγματα του μετέπειτα χαρακτηριστικού ήχου τους. Η κιθάρα που ακούγεται σχεδόν σαν μαντολίνο είναι σήμα κατατεθέν (που στο “A Room Lives In Lucy” του 1985 ουσιαστικά εισάγεται για τα καλά στον ήχο τους). Αν και ακόμα ο ήχος τους σχηματοποιείται, οι And Also the Trees καταφέρνουν περνώντας απ’ τον πρώιμο post-punk ήχο να κάνουν ένα εξαιρετικό άλμπουμ με πολύ καλά τραγούδια.
Highlight: “Shrine”
https://www.youtube.com/watch?v=6c6NhvfmbCM
Virus Meadow (1986)
Στο δεύτερο επίσημο full length βήμα τους έχουμε την καθιέρωση του ιδιαίτερου, προσωπικού ήχου τους, αλλά και την όλο και μεγαλύτερη αποδοχή απ’ το κοινό. Το άλμπουμ βρίθει μελαγχολικής ποίησης αφιερωμένη στο αγροτικό περιβάλλον με μια σχεδόν παγανιστική προσέγγιση. “I could live in the space / Between his heartbeats / Outside the blast furnace erupts again / And dark red rivers / Filled our veins with frenzy / We could tear up the floors / And find all the things we’d ever lost / And the fire burns in our jack boots / So we chase the explosions / From horizon to horizon” απαγγέλει στο “Slow Pulse Boy” ο Simon Huw Jones και πραγματικά πιστεύεις πως μπορείς να βρεις όλα τα πράγματα που κάποτε χάθηκαν. Οι And Also the Trees είναι απόλυτα εναρμονισμένοι με το περιβάλλον τους, που τους γεμίζει εικόνες και έμπνευση. Οι ζοφερές ιστορίες τους συνήθως ξεκινούν με μια δραματική εξιστόρηση την οποία διαδέχονται αγχωτικά ξεσπάσματα. Αυτό το άλμπουμ εμπεριέχει εκπληκτικά κομμάτια σαν το προαναφερθέν “Slow Pulse Boy”, το “Map In Her Wrists & Arms” ή το ομώνυμο. Είναι ένας πρώιμος θρίαμβος για την μπάντα! “Sometimes when she lifts her eyes / The room has filled with flowing sheets of silk / There’s maps in her wrists and arms / And the morphine surges terror bread and bliss”. Ο χαρακτηριστικός κιθαριστικός ήχος του Justin έρχεται σαν κύμα. Πότε ήσυχος, σαν να σου βρέχει τα πόδια και πότε σε κατακλύζει, αποφασίζοντας το πότε θα σου ξαναδώσει χώρο να αναπνεύσεις. Delay, chorus, flanger, reverb πετάλια χρησιμοποιούνται σε βαριές ρυθμίσεις ενώ η τεχνική tremolo picking δίνει αυτή την κυματιστή αίσθηση. Τύμπανα και μπάσο δημιουργούν κυκλωτικά μοτίβα, επαναλαμβάνοντας φράσεις στο “Vincent Craine” όπου οι δυναμικές και πάλι διαφεντεύουν την ακρόαση. Δημιουργούν ένα ambience, δίνοντας χώρο στην αφήγηση και μετά ξεσπούν θυμίζοντας μου τους Joy Division του Unknown Pleasures, ενώ το στοιχειωμένο “The Headless Clay Woman” μου δημιουργεί πάντα ανατριχίλες. Το άλμπουμ κλείνει με το ομώνυμο κομμάτι. Η σχεδόν θρηνητική του μελωδία «καμπανίζει», διακόπτεται μόνο απ’ το βαρύ flange της κιθάρας στη γέφυρα και σου δίνει την εντύπωση πως θα μπορούσε να ακούγεται για πάντα… Απόλυτο. Δεν μπορώ να φανταστώ μια λίστα μου με άλμπουμ της δεκαετίας του ’80 χωρίς το Virus Meadow.
Highlight: “Map In Her Wrists & Arms”
The Millpond Years (1988)
Μετά το Virus Meadow ακολουθεί μία ευρωπαϊκή περιοδεία η οποία αποτυπώνεται στο live album Evening Of the 24th ενώ πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ προλαβαίνουν να κυκλοφορήσουν 2 singles, τα Critical Distance και Shaletown. Ο ήχος που παρουσιάζεται στο live αλλά και στο Critical Distance, είναι κάπως πιο βίαιος από ό,τι είχε προηγηθεί. Ωστόσο το The Millpond Years που θα έρθει την άνοιξη του 1988 ακούγεται πλούσιο σε ήχους και μελωδίες, έχει αναβαθμισμένο ρόλο για τα πλήκτρα, ενώ βρίσκει την μπάντα σε μεγάλη φόρμα και την καθιερώνει σαν ένα από τα πιο ξεχωριστά και ιδιαίτερα σχήματα της post-punk/new wave σκηνής. Το “The Suffering Of the Stream” είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος για να ανοίξει το άλμπουμ καθώς μάλλον είναι το καλύτερο κομμάτι του. “He could see his love like a long forgotten dream / He could see his love veiled beneath the stream/ He could see his love grow pallid and suffer as he weeps/ His tears fall around her in oil-rainbow streaks/ He could see his own reflection cloud the stones”. Οι ιστορίες τους συνεχίζουν να εμπνέονται από τη ρομαντική ποίηση, για χαμένες συζύγους, μύθους, φαντάσματα κ.λπ., ενώ o Simon Huw Jones τις αφηγείται με τον μελοδραματικό του τρόπο. Το “House Of the Heart” (που κυκλοφόρησε και αυτό ως single) είναι αρκετά πιο χαλαρό, με πρόσθετα όργανα όπως βιολί ή τη σχεδόν γλυκανάλατη τρομπέτα στο τέλος. Ακολουθείται όμως από το goth πέρασμα του μινιμαλιστικού “This Ship In Trouble” και το ανατριχιαστικό “Count Jefferey” και έτσι τα πράγματα έρχονται κάπως στα ίσα τους. Το “Shaletown” παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους με το tremolo picking εφέ στην κιθάρα να οδηγεί όλο το κομμάτι. Άξια αναφοράς είναι το υπέροχο instrumental “From the Silver Frost” και φυσικά το “The Millpond Years” με το σπειροειδές μπάσο. Η αναγνωρισιμότητά τους από εδώ και πέρα ολοένα μεγαλώνει και αποκτούν ένα αρκετά μεγάλο και φανατικό κοινό.
Highlight: “The Suffering Of the Stream”
Farewell To the Shade (1989)
Πιο ώριμοι από ποτέ και στο peak της επιτυχίας τους, οι And Also the Trees κυκλοφορούν ένα όχι και τόσο εμπορικό άλμπουμ, το οποίο όμως και πάλι βρίσκει θερμή υποδοχή. Πιο πλούσιο σε ενορχηστρώσεις και ιδέες αλλά με έμφαση στο σκοτεινό στοιχείο τους, συνεχίζοντας τις αναφορές στην βικτωριανή και μεσαιωνική Αγγλία, αλλά και σε προσωπικές αναμνήσεις τους, χτίζουν ένα πολύ ολοκληρωμένο σύνολο τραγουδιών. O Mark Tibenham βρίσκεται και πάλι πίσω από τα πλήκτρα (και την παραγωγή) και γίνεται ακόμα ένα εργαλείο στον ήχο τους. Επίσης εισάγουν κάποια πιο folk στοιχεία ενώ ο ήχος τους μοιάζει να έχει και κάποια επιρροή από σχήματα όπως οι Dead Can Dance ή οι Cocteau Twins κρατώντας ωστόσο και ξεκάθαρα post-punk στοιχεία, κυρίως στις μπασογραμμές, όπως στο εναρκτήριο “Prince Rupert” ή το “Ill Omen”. Στο άλμπουμ περιλαμβάνεται και η διασκευή τους στο “Lady D’ Arbanville” του Cat Stevens, κομμάτι που τα αδέρφια Jones άκουγαν να παίζει η αδερφή τους όταν ήταν μικροί. Βέβαια σε συνέντευξη του ο Justin το 2010 δήλωσε πως δεν είναι σίγουρος πως ήταν καλή ιδέα να το συμπεριλάβουν στο άλμπουμ τελικά. Το “The Street Organ” είναι μάλλον το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ με το rythm section να «λουπάρει» και τη φωνή να απαγγέλει… “In a mind of tide-mark memories… / The strand of hair that falls in front of her face… / He woke up and called out her name / But only the street organ answered”. Οι στοιχειωμένες συγχορδίες και η ποίηση των And Also the Trees σε κάνει να ξεχνάς τα όρια της πραγματικότητας και να βυθίζεσαι στον κόσμο που υφαίνουν. Στους μελαγχολικούς δρόμους του “The Pear Tree” ή του “Belief In the Rose” (οι Dead Can Dance που λέγαμε) ή στο αιθέριο instrumental “The Harp” που δίνουν ένα αναπάντεχο οπτιμιστικό αίσθημα λίγο πριν το κλείσιμο. Το 1989 οι And Also the Trees βιώνουν μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στην πορεία τους, καθώς στο live τους στο Παρίσι βρίσκονται να παίζουν μπροστά σε ένα τεράστιο κοινό.
Highlight: “The Street Organ”
Green Is the Sea (1992)
Το 1990 περιοδεύουν στην Αμερική, ενώ η κυκλοφορία του Green Is the Sea που θα ’ναι και το τελευταίο με τον Tibenham στην παραγωγή, θα σηματοδοτήσει την αρχή για ακόμα περισσότερα live στην Ευρώπη. Το άλμπουμ αρχίζει να δείχνει μια στροφή στον ήχο τους καθώς έχει μια πιο φωτεινή και πιο συγκεντρωμένη στο οργανικό μέρος προσέγγιση, με τα πλήκτρα να παίρνουν ακόμα περισσότερο χώρο στις ενορχηστρώσεις. Το αποτέλεσμα για άλλη μια φορά είναι εξαιρετικό. Κομμάτια σαν το “The Dust Sailor” με την μπασάρα, το ονειρικό “The Fruit Room” αλλά και το “Red Valentino” που ανοίγει το άλμπουμ σίγουρα ξεχωρίζουν, αλλά το Green Is the Sea είναι περισσότερο ένα ολόκληρο ταξίδι στην πράσινη θάλασσα που δημιούργησαν οι And Also the Trees παρά μεμονωμένα τραγούδια. Το άλμπουμ κλείνει με το “Jacob Fleet”, μάλλον το καλύτερο του άλμπουμ… “And the wind tells me ‘Oh come back home again’ / And the hedges began to hum ‘Never stop, never stay, / Don’t let your shadow fade.”
Highlight: “Jacob Fleet”
https://www.youtube.com/watch?v=eY-p-8tL-2M
The Klaxon (1993)
Η αλλαγή που ξεκίνησε με το Green Is the Sea είναι πλέον ξεκάθαρη στο The Klaxon. Απ’ το εναρκτήριο “Sickness Divine” με τα jazzy τύμπανα, η μπάντα ηχεί εντελώς διαφορετική. Αυτή η στροφή στον ήχο τους θα διαρκέσει για σχεδόν 5 χρόνια και θα μεταφραστεί σε 3 άλμπουμ, απ’ το The Klaxon του ’93 μέχρι το Silver Soul του ’98. Η θεματολογία αφήνει πίσω της το αγροτικό περιβάλλον και μεταφέρεται στην πόλη. Προσεγγίζουν τον ήχο με μια πιο jazz αισθητική. Τρομπέτες, hammond, διάφορα κρουστά και ρυθμικά lounge παιχνιδίσματα όπως αυτό του “Jonny Lexington”. Οι And Also the Trees του ’93 θα μπορούσαν να παίζουν άνετα σε κάποιο σκοτεινό club ή να κάνουν μουσική για κάποιο film noir. Badalamenti και Morricone πιθανόν να στοιχειώνουν τα πικάπ των μελών εκείνο το διάστημα. Το “Sunrise” επαναφέρει μνήμες Farewell to the Shade με την χαρακτηριστική κιθάρα του Justin να ’χει και πάλι τον γνώριμο ήχο της. To “Dialogue” απ’ την άλλη είναι μάλλον το καλύτερο κομμάτι από ένα ακόμα πολύ καλό άλμπουμ για την μπάντα. Το 1994 κυκλοφορούν το live album The Bataclan απ’ το διάσημο παρισινό club, το οποίο δεν είναι ακριβώς επίσημη αλλά μια limited κυκλοφορία κυρίως για τους οπαδούς της μπάντας. Ο μέτριος ήχος του δεν αφήνει κάποιο ενδιαφέρον πέρα απ’ το ότι παίζουν σχεδόν το μισό Virus Meadow και κλείνουν επιστρέφοντας στο πρώτο τους single Shantell.
Highlight: “Dialogue”
Angelfish (1996)
Από τη νεκρή φύση στο εξώφυλλο του Virus Meadow στην αισθητική pulp περιοδικού στο αντίστοιχο του Angelfish αλλά και το pin up girl σ’ αυτό του Silver Soul, υπάρχει τεράστια απόσταση. Τόση, ίσως και μεγαλύτερη, υπάρχει στον ήχο του πρώτου, με το πώς ηχούν οι And Also the Trees στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Είναι σχεδόν αδύνατο κάποιος να πιστέψει πως η μπάντα που παίζει το “Fighting In A Lighthouse” με την ξεκάθαρη surf αισθητική είναι η ίδια με κείνη που κυκλοφόρησε το The Millpond Years για παράδειγμα. Πειραματικοί και απελευθερωμένοι, σαν να ’χουν ξεχυθεί στους δρόμους της πόλης, ξεπερνούν τις ίδιες τις μανιέρες τους, αλλάζουν τον χαρακτηριστικό ήχο της κιθάρας χρησιμοποιώντας κυρίως tremolo και wah ή ακόμα αλλάζοντας τον επιβλητικό χαρακτήρα της φωνής με ένα πιο cool crooning θυμίζοντας ήχους του ’50. Δεν είναι έκπληξη πια πως η μπάντα μπορεί να δημιουργεί απίστευτα κομμάτια σε όποιο πεδίο και αν αποφασίσει να δουλέψει. Έτσι, κομμάτια σαν τα “Tremaine”, “Paradiso”, “6th Floor Elevator Blues”, “Brother Fear” είναι career highlights.
Highlight: “Paradiso”
Silver Soul (1998)
Βέβαια τώρα αν κάποιος ψάχνει για τα lows της καριέρας των And Also the Trees, σίγουρα θα πέσει πάνω στο Silver Soul. Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου κακό άλμπουμ, απλά λίγο άνισο. Το single Nailed που ανοίγει το άλμπουμ είναι μάλλον πιο κοντά στους Gallon Drunk, ενώ στο σύνολό τους τα κομμάτια έχουν μια πολύ δυνατή Nick Cave επικάλυψη. Στιχουργικά παραμένουν στα αστικά τοπία, για παράδειγμα στο “Obvious”, “Back in the streets the scent of the human night seems to hold me, steps muted by onion skins. / Old women sleep curled in the roots of houses, coiled around bales and bundles of fresh herbs and babies. / Walking the wooden tunnels out of town all I can think is. / Remember your way back here-As in the darkness all has vanished.”. To Silver Soul είναι ένα road movie, ένα soundtrack για άδειους δρόμους φυγής, για βρόμικα στενά και τους 4 τοίχους των πολυκατοικιών.
Highlight: “Obvious”
Further From the Truth (2003)
Η μπάντα αδρανεί για 5 χρόνια. Χρόνια ενδοσκόπησης που οδηγούν σε μια επιστροφή στο Worcestershire όπου ηχογραφούν το νέο τους πόνημα και αφήνουν τις ’50s urban αφηγήσεις. Επιστρέφουν στο αγροτικό περιβάλλον, τη ρομαντική ποίηση και τη νοσταλγία, κυκλοφορώντας άλλο ένα εξαιρετικό άλμπουμ. Η επιστροφή δεν αφορά τον ήχο. Οι μεγάλες μπάντες δεν κάνουν πισωγυρίσματα. Οι And Also the Trees δεν έκαναν ένα comeback για να πάρουν κάνα φράγκο. Επέστρεψαν με έναν νέο ήχο. Σκοτεινό (φυσικά), πιο χαλαρό, λυρικό και ζεστό. Χρησιμοποιούν mellotron, melodica, πιάνο, συνοδεύοντας την υπέροχη δουλειά που ’χει γίνει (για άλλη μια φορά) στις κιθάρες. Το Radiohead-ικο “The Man Who Ran Away”, το “In My House” με το wah να τρυπώνει στα κενά του μπάσο-τύμπανου ή το υπέροχο “The Reply” που μου θυμίζει Divine Comedy, είναι κάποια απ’ τα κομμάτια που απλά είναι λίγο καλύτερα από το ήδη υψηλό επίπεδο των υπολοίπων. Βέβαια, το “The Willow”… αχ, το “The Willow”… “Broken are the boughs of the willow / She walks beneath them to me/ There amongst the wild roses/ That turn against the breeze/ The easy smile of her mouth/ And the waves in the distance silver grey/ The glinting of her golden ring/ The dying of the day”. Προσωπικό αγαπημένο. Και τέλος το “The Untangled Man” που και πάλι θυμίζει Radiohead, αλλά δίνει πραγματικά το κλείσιμο που αξίζει στο Further From the Truth με το ελεγχόμενο κιθαριστικό drive τελείωμά του. Επιστροφή. Όχι αστεία.
Highlight: “The Willow”
(Listen For) The Rag and Bone Man (2007)
Ο χρόνος έχει πλέον ωριμάσει τους And Also the Trees και έτσι μπορούν να περνούν από είδος σε είδος με μαεστρία χωρίς να χάνουν κομμάτια της ταυτότητάς τους. Πάντα (μα πάντα) σκοτεινοί, συνεχίζουν στην dark pop δωματίου που τους βρήκαμε στην επιστροφή τους με το Further From the Truth. To (Listen For) The Rag and Bone Man είναι σαν ένα νανούρισμα, σαν ένα σκοτεινό ονειρικό ταξίδι. Αυτή η αίσθηση ενισχύεται απ’ το γεγονός πως η ηχογράφηση έγινε σε ένα αρχοντικό του 11ου αιώνα στο Herefordshire και ολοκληρώθηκε σε μια βικτωριανή εκκλησία στο East End του Λονδίνου. Έτσι ο ήχος του είναι κρυστάλλινος, πλούσιος και σίγουρα ένα απ’ τα μεγάλα του ατού. Από την άλλη, η μπάντα χρησιμοποιώντας κοντραμπάσο βάζει άλλο ένα όπλο στη φαρέτρα της, ενώ παράλληλα επιστρέφει η χαρακτηριστική tremolo picking τεχνική του Justin, που στα τελευταία άλμπουμ είχε παραγκωνισθεί. Περνάει από σκοτεινές μπαλάντες σε post-rock δρόμους όπως στα “Domed” και “Untitled”, ή dark blues όπως το “The Legend Of Mucklow”. Το τελευταίο είναι άνετα το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ μαζί με το πιο «παραδοσιακό» “Stay Away From the Accordion Girl”. “To A Man With A Drum” είναι άλλο ένα εκπληκτικό κομμάτι με jazzy ατμόσφαιρα, τη βαθιά φωνή του Simon να σιγοτραγουδά απαλά και μια post-rock κορύφωση. Για πολλούς οπαδούς (και μη) το άλμπουμ αυτό βρίσκεται στα highlight της καριέρας των And Also the Trees.
Highlight: “The Legend Of Mucklow”
When the Rains Come (2009)
Driftwood (2011)
Με την σύνθεση που ηχογράφησαν το The Rag and Bone Man, αποφάσισαν να προσεγγίσουν παλιότερο υλικό με ακουστικό τρόπο. Λογικό σαν συνέχεια των δύο προηγούμενων άλμπουμ, αλλά και μια ριψοκίνδυνη επιλογή καθώς πάντα τα ακουστικά εγχειρήματα ξεγυμνώνουν τα τραγούδια και αφαιρούν ατού που μια ηλεκτρική ενορχήστρωση μπορεί να δώσει (στην προκειμένη περίπτωση, ο trademark ήχος της κιθάρας φυσικά). Αυτό βέβαια τελικά ήταν και ο λόγος που τα δυο αυτά άλμπουμ ακούγονται εξαιρετικά ενδιαφέροντα, αλλά ταυτόχρονα και τόσο οικεία. Τα τραγούδια των And Also the Trees είναι τόσο πλούσια σε μελωδίες, και η μπάντα τόσο ικανή να δημιουργεί ατμόσφαιρα, που κομμάτια από όλη την πορεία τους παρουσιάζονται με έναν εντελώς νέο τρόπο. Κιθάρα, κοντραμπάσο, τσέλο, ακορντεόν, μελόντικα και φυσικά η θέρμη της φωνής είναι υπεραρκετά. Η εκτέλεση του “Virus Meadow” είναι απλά εκπληκτική με τη μελόντικα και το κοντραμπάσο όπως και αυτή του “Vincent Craine”, ενώ η μπάντα επιλέγει κομμάτια και από τις πρώτες πρώτες μέρες, όπως το “Wallpaper Dying” (B-side στο Shantell του ’83), το “The Secret Sea” (single του ’84) και το “A Room Lives In Lucy” (’85). Το Farewell to the Shade «εκπροσωπείται» από τα “Macbeth’s Head”, “Belief In the Rose”, αλλά και μια αναπάντεχη εκτέλεση του “The Street Organ”. “Dialogue” (από το Klaxon), “The Suffering Of the Stream” φυσικά (Millpond Years), “Dust Sailor”, “Jacob Fleet” και “Mermen Of the Lea” (Green Is the Sea), αλλά και “The Untangled Man” (Further From the Truth) κ.ά.
Highlight: “Virus Meadow” / “The Suffering Of the Stream”
Hunter Not the Hunted (2012)
Οι And Also the Trees έχουν βρει για τα καλά τη φόρμα τους. Μετά από 30 χρόνια πορείας κυκλοφορούν δίσκους απίστευτης ομορφιάς και έμπνευσης. Ο υπέροχος ήχος, η κιθάρα που κελαηδά και αυτή η φωνή, καταραμένη να περιγράφει τις σκοτεινές ιστορίες, μνήμες, τα οράματα, τα όνειρα και τους εφιάλτες. Τόσο βαθιά, ζεστή (πια), νοσταλγική και ήρεμη. Το εξώφυλλο του Hunter Not the Hunted σε προϊδεάζει για το περιεχόμενο. Αυτή τη φορά οι And Also the Trees μας οδηγούν σε ένα γαλήνιο αλλά χωρίς προορισμό ταξίδι. Με ένα συννεφιασμένο ουρανό που είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει ο ορίζοντας. Το αγροτικό περιβάλλον και οι ιστορίες δένουν απόλυτα με την πιο folk προσέγγιση που έχει το άλμπουμ. Το “Only” ξεκινά μαγικά και ακολουθείται από το ομώνυμο, και εκεί πλέον η μουσική σε αφήνει μόνο απέναντι στις σκέψεις και τα όνειρά σου πάνω στα κύματα, πάνω στην πράσινη θάλασσα που ποτέ δεν βιάζεται. Στο “My Face Is Here In The Wild Fire” μια πανέμορφη κιθάρα έρχεται και φεύγει κυριεύοντας το θυμικό. Το “Angel, Devil, Man And Beast” μου θυμίζει κάπως το Green Is the Sea και σίγουρα είναι απ’ αυτά που ξεχωρίζουν. Δεν ξέρω πώς γίνεται, αλλά οι And Also the Trees μετά το Further From the Truth δεν έχουν ούτε μισό κακό κομμάτι. Δεν υπάρχει κάτι περιττό. Όλα εξυπηρετούν τον σκοπό τους. Το “The Floating Man” κλείνει το άλμπουμ και είναι απλά υπέροχο. Αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις με το κυκλωτικό μπάσο και τελειώνει απότομα αφήνοντάς σε να περιμένεις να ξαναρχίσει… “Watching him/ Float float away/ My floating man please stay/ Reach out your arms my floating man”
Highlight: “The Floating Man”
Born Into the Waves (2016)
Τέσσερα χρόνια μετά το Hunter Not the Hunted οι And Also the Trees επιστρέφουν, αλλά αυτή τη φορά δεν συνεχίζουν στον ήσυχο folk, σχεδόν ακουστικό ήχο που είχαν επιλέξει τότε. Το “Your Guess” ξεκινά με την χαρακτηριστική κιθάρα να «κυματίζει» και να κάνει ένα απ’ τα συνηθισμένα δίδυμα με τη φωνή του Simon. Τα τύμπανα μπαίνουν και ξυπνούν μνήμες από την εποχή του Green Is the Sea και του Klaxon. Το “Your Guess” έχει μια σχεδόν σλάβικη μελωδία και μια επική αύρα. Το “Hawksmoor And the Savage” ηχεί δυσοίωνο και φέρνει αρκετά σε Bad Seeds ενώ ακολουθείται απ’ το λυρικό “Winter Sea”. Τα “Seasons And Storms” και “Bridges” με δυνατές μπασογραμμές και έντονα τύμπανα που απουσίαζαν απ’ τα τελευταία άλμπουμ, φτιάχνουν μια γερή βάση με τις μελωδίες να προστίθενται με λεπτότητα από τα πλήκτρα και την κιθάρα να σε ταξιδεύει πάνω στα ομιχλώδη νερά της θάλασσας των And Also the Trees. Το βαλσάκι του “Sleepers” εξελίσσεται μέσα από το κιθαριστικό κρεσέντο σε έναν ζαλιστικό χορό. Οι κιθάρες του Justin βέβαια είναι όπως πάντα μαγικές. Στο “Bells Of Saints Christopher’s” ο Simon τραγουδά σχεδόν ακαπέλα πάνω σε ένα ambient ηχοτόπιο και μαζί με το instrumental “Naito Shinjuku”, πειραματικό και όμορφο, ρίχνουν τους τόνους και δημιουργούν μια άλλη ατμόσφαιρα στο άλμπουμ. Η όμορφη και εύθραυστη folk του “Boden” αφήνει μια αιθέρια αίσθηση και οδηγεί σιγά σιγά το κλείσιμο του Born Into the Waves που έρχεται με το “The Skeins of Love”. “The skeins of love are tied/ Untied and welded/ Wrapped around my hands my feet my arms/ The skein of love/ Are drawn across this map these streets/ this-land/ Like wires”. Το άλμπουμ παρόλο που είναι (όπως πάντα) σκοτεινό, ανάμεσα στις σκιές που πάντα αρέσκονται να «φλερτάρουν» οι And Also the Trees, αφήνει μια δέσμη φωτός να περάσει, δείχνοντας τον δρόμο μέσα απ’ τα νερά και μια οπτιμιστική αίσθηση λανθάνει.
Highlight: “Your Guess”
Οι And Also the Trees είναι πραγματικά ένα απ’ τα λίγα τόσο συνεπή και εκλεπτυσμένα σχήματα των τελευταίων 40 χρόνων. Πραγματικά δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη μπάντα που σε μια τόσο μεγάλη πορεία να έχει τη δυνατότητα, χωρίς να επαναλαμβάνεται, να κρατά σε τόσο υψηλό επίπεδο τις συνθέσεις της. Ο κόσμος τους μαγικός και ρομαντικός. Σκοτεινός και παραμυθένιος, βγαλμένος από μια άλλη εποχή, ακόμα και όταν ηχεί τόσο σύγχρονος και οικείος.